- λά-μαχος
λά-μαχος, sehr streitbar, sehr kampflustig, Hesych. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λά-μαχος, sehr streitbar, sehr kampflustig, Hesych. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μάχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 470 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Γαστούνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού … Dictionary of Greek
-μάχος — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνουν εκείνον που μάχεται, π.χ. ταυρομάχος, πυγμάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek