θάνατος

θάνατος

θάνατος, ὁ (ϑανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ ϑανάτῳ ϑανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ ϑάνατον ἀποϑνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον ϑάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους ϑανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; ϑανάτοις αὐϑένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν ϑανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις ϑανάτους ἀγαϑῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι ϑανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς ϑανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια ϑανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ ϑανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; ϑάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ ϑανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; ϑανάτου δίκῃ κρίνεσϑαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ ϑανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, ϑάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. ϑανάτῳ γὰρ ἴσον πάϑος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου ϑανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Θάνατος — death masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — death masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… …   Dictionary of Greek

  • Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ТАНАТОС —    • Θάνατος,          Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… …   Реальный словарь классических древностей

  • Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάτω — θάνατος death masc nom/voc/acc dual θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”