λάας

λάας

λάας, , der nom. λᾶος nur bei Gramm., gen. u. s. w. λᾶος, λᾶϊ, λᾶαν, – λάων, λάεσσι, Hom.; λᾶαν auch Eur. Phoen. 1164 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 10 (VI, 67); λᾶα, Ep. ad. 204 (Plan. 279), wie Callim. frg. 104; att. λᾶς, acc. λᾶν, einen gen. λάου hat Soph. O. C. 196, – der Stein, Felsblock, im Hom. bes. Il. von den Steinen, welche die Kämpfer auf einander schleudern; λᾶας ἀναιδής, Od. 11, 593, von dem Felsblock, den Sisyphus auf den Felsen hinaufwälzen muß; so auch bei den folgenden Dichtern; auch Fels, Klippe, Od. 13, 163. Seltener in Prosa, τοὺς λάας (oder λᾶας) προςάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς, Arist. gen. anim. 1, 4, wo Bekker λαιάς lies't. – Nic. hat nach ἡ λίϑος auch ἡ λᾶας gesagt, Th. 45. Vgl. λᾶϊγξ u. λαός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάας — λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α) 1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ. β. «ὅσον τ ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.) 2. βράχος 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λᾶας — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάας — Λάᾱς , Λάας neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάας — λάω 1 pres ind act 2nd sg (epic) λάω 1 imperf ind act 2nd sg (epic) λάω 2 seize pres ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶαν — λᾶας stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶε — λᾶας stone masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάα — Λάας neut voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαν — Λάας neut voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαντος — Λάας neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”