λάβρος

λάβρος

λάβρος, ον (ΛΑΩ, vgl. λα-, nicht zusammengesetzt, wie es die Alten oft erkl. λα-βόρος, Eust. leitet es gar von βαρύς), heftig, ungestüm, von den Elementen u. Naturkräften, vom Winde, Ζέφυρος, οὖρος, Il. 2, 148, Od. 15, 293; πνεῦμα, Aesch. Pers. 110; κῦμα, ποταμός, Il. 15, 625. 21, 271; Eur. Or. 344; πόντος, Herc. f. 861, κλύδων, I. T. 1393; u. so ποταμός, χειμάῤῥους, reißend, Pol. 4, 41, 6. 70, 7 u. öfter; von heftigen Regengüssen, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεύς, Il. 16, 385, wie λάβρος ὄμβρος, Her. 8, 12 u. Pol. 11, 24, 9; auch πῦρ, Eur. Or. 696, wie Opp. C. 3, 104; σέλας Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 40, καπνός, Ol. 8, 36, der aber auch schon λάβρος στρατός, die ungestüme, unbändige Schaar, sagt, P. 2, 87, u. λάβροι παγγλωσσίᾳ γαρύετον, Ol. 2, 95, d. i. mit unbändiger Schwatzhaftigkeit, wie λάβρον στόμα, frech, Soph. Ai. 1126; heftig, übereilt, bei Theogn. 634, βουλεύου δὶς καὶ τρὶς ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλϑῃ· ἀτηρὸς γὰρ ἀεὶ λάβρος ἀνήρ, frech, ὄμματι λάβρῳ, Eur. Hel. 379; auch καϑαρπάσας λάβρῳ μαχαίρᾳ σάρκας ἐξώπτα πυρί, Cycl. 402. – Bei Sp. bes. gefräßig, gierig, unmäßig im Essen u. Trinken, λαβροτατᾶν δράκοντος γενύων, Pind. P. 4, 244, wie Eur. Herc. F. 253; λάβρον ἐδωδαῖς, Opp. C. 2, 628; στόμα λάβρον λεαίνης, Nonn. D. 15, 200; λαγνείας λαβροτάτας, Tim. Locr. 103 a; τὰ εὐϑυέντερα λαβρότερα πρὸς τὴν ἐπιϑυμίαν τὴν τῆς τροφῆς, Arist. gen. anim. 1, 4; διὰ τὴν ἐπιϑυμίαν λάβρῳ χρώμενοι τῷ ποτῷ, D. gie. 5, 26. – Adv. λάβρως, heftig, ungestüm, bes. von gierigem Fraß, αἰετὸς λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1024; τῇ βρώσει χρῆται λάβρως, Arist. H. A. 8, 5; von Stürmen, ἄνεμοι καταιγίζοντες λάβρως, D. Sic. 5, 26; von schnellen Rossen, ἵπποι φέρουσι λ. ἄνακτα, Theogn. 988.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάβρος — furious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο βίαιος, ορμητικός: Του επιτέθηκε λάβρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβρότερον — λάβρος furious adverbial comp λάβρος furious masc acc comp sg λάβρος furious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτέρων — λάβρος furious fem gen comp pl λάβρος furious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατα — λάβρος furious adverbial superl λάβρος furious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατον — λάβρος furious masc acc superl sg λάβρος furious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρον — λάβρος furious masc/fem acc sg λάβρος furious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρως — λάβρος furious adverbial λάβρος furious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτατᾶν — λάβρος furious masc/fem gen superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτάτη — λάβρος furious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”