- θοῦρις
θοῦρις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; ἀλκή, stürmische, ungestüme Kraft, Il. 7, 164 u. öfter; ἀσπίς 20, 162, der Schild, dessen man sich beim Andringen auf den Feind bedient; αἰγίς 15, 308.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θοῦρις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn; ἀλκή, stürmische, ungestüme Kraft, Il. 7, 164 u. öfter; ἀσπίς 20, 162, der Schild, dessen man sich beim Andringen auf den Feind bedient; αἰγίς 15, 308.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θούρις — θοῡρις, ιδος, ἡ (Α) θούρος (στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς) α) «θούριδος ἀλκῆς» τής πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ. β) «θοῡρις ἀσπίς» η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θούρος*] … Dictionary of Greek
θοῦρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦρι — θοῦρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦριν — θοῦρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek
дурной — укр. дурний глупый, сумасшедший , блр. дурны, дурь ж. Родственно лит. su padùrmu бурно, стремительно , padùrmai стремительно , др. прусск. dūrai боязливо , греч. θοῦρος стремительный, напористый , θοῦρις ἀλκή бурная, неистовая сила ; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συμφράδμων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. σύμβουλος («συμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.) 2. αρμονικός 3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα μων… … Dictionary of Greek
θούριδες — θού̱ριδες , θοῦρις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούριδος — θού̱ριδος , θοῦρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)