- θηλύ-γλωσσος
θηλύ-γλωσσος, Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-γλωσσος, Νόσσις, die Sängerinn, Antp. Th. 23 (XI, 26).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek