- θολύνω
θολύνω, dasselbe, Io. Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολύνω, dasselbe, Io. Chrysost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θολύνω — (Μ) [θολός] θολώ, θολώνω … Dictionary of Greek
θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… … Dictionary of Greek