- θηλύ-μορφος
θηλύ-μορφος, weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-μορφος, weiblich gestaltet, Eur. Bacch. 353; Arist. physiogn. im compar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύμορφος — η, ο (Α θηλύμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή γυναίκας αρχ. 1. αυτός που έχει τον τύπο γυναίκας 2. ο αριθμός τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, εύ μορφος] … Dictionary of Greek