- θηλύ-φωνος
θηλύ-φωνος, mit weiblicher Stimme; ϑηλύφωνα φϑέγγεται, von Vögeln, Ael. H. A. 6, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-φωνος, mit weiblicher Stimme; ϑηλύφωνα φϑέγγεται, von Vögeln, Ael. H. A. 6, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύφωνος — θηλύφωνος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει γυναικεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, καλλί φωνος] … Dictionary of Greek