- θηλύ-φρων
θηλύ-φρων, ον, weibisch gesinnt, weibisch, Ar. Eccl. 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-φρων, ον, weibisch gesinnt, weibisch, Ar. Eccl. 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύφρων — ον (Α θηλύφρων, ον) αυτός που σκέπτεται σαν γυναίκα, θηλυπρεπής, θηλυδρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek