θηλύτης

θηλύτης

θηλύτης, ητος, ἡ, die Natur des Weibes, Arist. gen. an. 4, 6. – Weibische Weichlichkeit, Sp., wie Plut.; auch im plur., ἐσϑήτων Alcib. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλύτης — womanhood fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτητα — θηλύτης womanhood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτητας — θηλύτης womanhood fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτητι — θηλύτης womanhood fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτητος — θηλύτης womanhood fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… …   Dictionary of Greek

  • θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …   Dictionary of Greek

  • ԻԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0845 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 14c գ. θηλύτης feminea natura Բնութիւն իգաց. կանացի բարք. *Զմիտսն իգութեան առնապէս վառեալ. ՟Բ. Մակ. ՟Է. 21. յն. զիգական միտսն: *Ոչ ... պարտ է հաւատալ՝ թէ արութիւն կամ իգութիւն գուցէ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”