- θηλύ-στολος
θηλύ-στολος, in Weibertracht, Eust. 10, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-στολος, in Weibertracht, Eust. 10, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύστολος — θηλύστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον η θηλυπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + στολος (< στολή), πρβλ. έν στολος, κυανό στολος] … Dictionary of Greek
κυανόστολος — κυανόστολος, ον (Α) ντυμένος στα μαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ στολος, λινό στολος] … Dictionary of Greek
θηλυγενής — θηλυγενής, ές (Α) αυτός που απαρτίζεται από γυναίκες (α. «θηλυγενής στόλος», Αισχύλ. β. «θηλυγενής όχλος», Εύρ.) επίρρ... θηλυγενῶς (Μ) επίρρ. κατά τρόπο θηλυγενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήλυ * + γενής (< γένος< γίγνομαι), πρβλ. α γενής, ευ γενής] … Dictionary of Greek
κομποστολώ — κομποστολῶ, έω (Α) ντύνομαι και στολίζομαι επιδεικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + στολῶ (< στολος < στολή), πρβλ. θηλυ στολώ] … Dictionary of Greek