- θηλύ-χειρ
θηλύ-χειρ, mit weiblicher Hand, Eust. 550, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύ-χειρ, mit weiblicher Hand, Eust. 550, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύχειρ — θηλύχειρ, ος ὁ (Μ) (για άνδρα) αυτός που έχει γυναικεία χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + χειρ] … Dictionary of Greek