- θηλυ-πτερίς
θηλυ-πτερίς, ἡ, die weibliche πτερίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-πτερίς, ἡ, die weibliche πτερίς, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυπτερίς — θηλυπτερίς, ἡ (Α) το φυτό θήλεια πτέρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πτέρις «φτέρη»] … Dictionary of Greek