- θηλυ-πρεπής
θηλυ-πρεπής, ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-πρεπής, ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… … Dictionary of Greek
λαοπρεπής — λαοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεο πρεπής, θηλυ πρεπής] … Dictionary of Greek