- θηλυ-ποιός
θηλυ-ποιός, weiblich machend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυ-ποιός, weiblich machend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυποιός — θηλυποιός, όν (Α) αυτός που εξασθενεί κάποιον, αυτός που αδυνατίζει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κοσμηματο ποιός] … Dictionary of Greek