παρ-αμείβω

παρ-αμείβω

παρ-αμείβω, umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; ἀπήνη τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελϑών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ ναῦς τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”