παρα-βιάζομαι

παρα-βιάζομαι

παρα-βιάζομαι, mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα …   Dictionary of Greek

  • υπερεπείγω — ὑπερεπείγω ΝΑ νεοελλ. 1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγει είναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο») 2. μέσ. υπερεπείγομαι βιάζομαι πάρα πολύ 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον (ένδειξη σε… …   Dictionary of Greek

  • βιάζω — σα, στηκα, βιασμένος 1. εξαναγκάζω κάποιον σε μία πράξη, τον πιέζω να την κάνει, ασελγώ: Οι καταστάσεις μάς βιάζουν στο να αναλάβουμε δράση. 2. εξαναγκάζω κάποιον στη σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή του: Σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”