- θουραῖος
θουραῖος, = ϑούριος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θουραῖος, = ϑούριος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θουραίος — θουραῑος, αία, ον (Α) [θούρος] (κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος … Dictionary of Greek
θουράς — θουράς, ἡ (Α) [θούρος] μετγ. θηλ. τού θουραίος* … Dictionary of Greek
θουρήεις — θουρήεις, εσσα, εν (Α) βλ. θουραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβ ήεις, ολβ ήεις, φθογγ ήεις] … Dictionary of Greek
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek
θουραίην — θουράω rush pres opt act 1st sg θουραῖος violent fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)