- θουράς
θουράς, άδος, ἡ, fem. zum Vorigen; κύων Lycophr. 612; bespringend, Nic. Ther. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θουράς, άδος, ἡ, fem. zum Vorigen; κύων Lycophr. 612; bespringend, Nic. Ther. 130.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θουράς — θουράς, ἡ (Α) [θούρος] μετγ. θηλ. τού θουραίος* … Dictionary of Greek
θουράς — violent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούρας — θούρᾱς , θούρης male masc acc pl θούρᾱς , θούρης male masc nom sg (attic epic doric aeolic) θούρᾱς , θουράω rush pres ind act 2nd sg (attic) θούρᾱς , θουράω rush imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BAAL — I. BAAL Assyriis Iovis nomen, Nic. Lloydius renitente Genebr. in Chron. qui Orientalibus populis ante Alexandrum Magnum Iovis Saturnique numina ignota fuisse notat, l. 1. Morer. quod quam vero consonum, et sequentib. liquebit. Punice Dominum… … Hofmann J. Lexicon universale
THURAS — sive Thurras, inter Deos ab Assyriis relatus, et Mars dictus. Vide Suidam in voce Θούρας … Hofmann J. Lexicon universale
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek