θηράσιμος

θηράσιμος

θηράσιμος, ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηράσιμος — θηράσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ ευθείας < θήρα] …   Dictionary of Greek

  • θηράσιμος — θηρά̱σιμος , θηράσιμος to be hunted down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηράσιμον — θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc sg θηρά̱σιμον , θηράσιμος to be hunted down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • θηρασίμους — θηρᾱσίμους , θηράσιμος to be hunted down masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”