- θηράτωρ
θηράτωρ, ορος, ὁ, = ϑηρατής, Sp., wie Nic. Damasc. 47. S. ϑηρήτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηράτωρ, ορος, ὁ, = ϑηρατής, Sp., wie Nic. Damasc. 47. S. ϑηρήτωρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηράτωρ — και ιων. τ. θηρήτωρ, ὁ (Α) [θηρώ] θηρατής* (α. «θηρήτορας ἄνδρας», Ομ. Ιλ. β. «κύων θηράτωρ», Νικ. Δαμ.) … Dictionary of Greek
θηράτωρ — θηρά̱τωρ , θηράτωρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρητόρων — θηράτωρ masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρήτορα — θηράτωρ masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρήτορας — θηράτωρ masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρήτορες — θηράτωρ masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρήτορος — θηράτωρ masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρήτωρ — θηράτωρ masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
καθθηρατόριον — καθθηρατόριον, τὸ (Α) (λακων. τ. αντί τού καταθηρατόριον) (στη Σπάρτη) κυνηγετικός αγώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θηρατόριον (< θηράτωρ «κυνηγός» < θηρῶ «κυνηγώ») τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ., με συγκοπή τής προθ. και… … Dictionary of Greek
θηράτορας — θηρά̱τορας , θηράτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)