- θηρο-θήρας
θηρο-θήρας, ὁ, Jäger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρο-θήρας, ὁ, Jäger, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηροθήρας — θηροθήρας, ὁ (Α) κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο * + θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας] … Dictionary of Greek
κωνωποθήρας — κωνωποθήρας, ου, ὁ (Α) πτηνό που κυνηγά τα κουνούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ, ωπος + θήρας (< θήρα), πρβλ. θηρο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
λεξιθήρας — ο (Α λεξιθήρας) αυτός που επιδιώκει το εξεζητημένο ύφος τού λόγου αναζητώντας με επιμονή λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. θηρο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek