- θηρ-ολέτης
θηρ-ολέτης, ὁ, wilde Thiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρ-ολέτης, ὁ, wilde Thiere vernichtend; so heißt die Keule des Herakles Philp. 52 (Plan. 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ινδολέτης — Ἰνδολέτης, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που εξολόθρευσε τους Ινδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + ὀλέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω, χάνω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
κοσμολέτης — κοσμολέτης, ὁ, θηλ. κοσμολέτειρα (ΑM) ως επίθ. αυτός που προξενεί καταστροφή στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ολέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
μοιχολέτης — μοιχολέτης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει μοιχό ή μοιχαλίδα, μοιχοκτόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
τυμβολέτης — ὁ, θηλ. τυμβολέτις, ιδος, Α ο τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. θηρ ολέτης] … Dictionary of Greek
θηρολέτης — θηρολέτης, ό και θηλ. θηρολέτις (Α) 1. αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα, κυνηγός 2. φρ. «ὄζος ὁ θηρολέτης» το ρόπαλο τού Ηρακλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ολέτης (< όλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek