θηρο-σκόπος

θηρο-σκόπος

θηρο-σκόπος, dem Wilde auflauernd; Artemis, H. h. 27, 11; Philp. 47 (VI, 240).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”