θηρο-τρόφος

θηρο-τρόφος

θηρο-τρόφος, Wild ernährend; Νύσα Eur. Bacch. 556; Λιβύη Ap. Rh. 4, 1562; ὄρη Long. 1, 1. – Θηρότροφος, von Wild ernährt, δράκων Eur. Phoen. 827.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… …   Dictionary of Greek

  • καρποτρόφος — καρποτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον καρπό, που κάνει τον καρπό να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. θηρο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτρόφος — ἰδιοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει ζώα ένα από κάθε είδος, όχι σε κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. θηρο τρόφος, ιππο τρόφος η λ. έχει παθ. σημ., εν αντιθέσει προς το ιδιότροφος*] …   Dictionary of Greek

  • κοματροφώ — κοματροφῶ, έω (Α) τρέφω κόμη, αφήνω μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη «μαλλιά + τροφῶ (< τροφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. γηρο τροφώ, θηρο τροφώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”