θηροσύνη

θηροσύνη

θηροσύνη, , Jagd, sp. D., wie Opp. C. 4, 43; Agath. 28 (VI, 167).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηροσύνη — και δωρ. τ. θηροσύνα, ἡ (Α) [θήρα] θήρα, κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • θηροσύναι — θηροσύνη the chase fem nom/voc pl θηροσύνᾱͅ , θηροσύνη the chase fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροσύνην — θηροσύνη the chase fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροσύνης — θηροσύνη the chase fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηροσύνας — θηροσύνᾱς , θηροσύνη the chase fem acc pl θηροσύνᾱς , θηροσύνη the chase fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • θηροσυνάων — θηροσυνά̱ων , θηροσύνη the chase fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”