- θαάσσω
θαάσσω, ep. Dehnung von ϑάσσω, nur praes. u. impf., sitzen, λιπὼν ἕδος ἔνϑα ϑάασσεν, Il. 9, 194. 15, 124 Od. 3, 336. Vgl. ϑοάζω u. Buttm. Lexil. II p. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαάσσω, ep. Dehnung von ϑάσσω, nur praes. u. impf., sitzen, λιπὼν ἕδος ἔνϑα ϑάασσεν, Il. 9, 194. 15, 124 Od. 3, 336. Vgl. ϑοάζω u. Buttm. Lexil. II p. 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαάσσω — sit pres subj act 1st sg θαάσσω sit pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαάσσω — (Α) κάθομαι («λιπὼν ἕδος, ἔνθα θάασεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρ. τ. (με παράλλ. τ. θάσσω) που εμφανίζονται μόνο με ενεστ. θ. και προέρχονται από *θαFακ γω] … Dictionary of Greek
θαάσσει — θαάσσω sit pres ind mp 2nd sg θαάσσω sit pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάασσε — θαάσσω sit pres imperat act 2nd sg θαάσσω sit imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάασσον — θαάσσω sit imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θαάσσω sit imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαασσέμεν — θαάσσω sit pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαάσσειν — θαάσσω sit pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαάσσεις — θαάσσω sit pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαάσσων — θαάσσω sit pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάασσεν — θαάσσω sit imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάσσω — θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α) κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ. β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ ψω < θάFακ ος, απ όπου και το θάκος] … Dictionary of Greek