λαέρτης

λαέρτης

λαέρτης, , nach Ael. H. A. 10, 42 eine Ameisen- u. eine Wespenart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λαέρτης — ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτης — ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… …   Dictionary of Greek

  • Лаэрт — (Λαέρτης) отец Одиссея (см.) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λαερτίου — λαέρτης ant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαερτίῳ — λαέρτης ant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτη — Λαέρτης ant masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτη — λαέρτης ant masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτην — Λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαέρτην — λαέρτης ant masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαέρτιος — λαέρτης ant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”