- λαθί-φρων
λαθί-φρων, ον, vergeßliches Sinnes, od. des gesunden Sinnes vergessend, thöricht, Hesych. erkl. ἐπιλήσμων, ἄφρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθί-φρων, ον, vergeßliches Sinnes, od. des gesunden Sinnes vergessend, thöricht, Hesych. erkl. ἐπιλήσμων, ἄφρων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίφρων — λυσίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες 2. ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξί φρων, λαθί φρων] … Dictionary of Greek
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek