- λαθί-ποινος
λαθί-ποινος, die Rache vergessend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθί-ποινος, die Rache vergessend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek