λαθί-φθογγος

λαθί-φθογγος

λαθί-φθογγος, die Stimme vergessen machend, stumm machend, der Tod, Hes. Sc. 131.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] …   Dictionary of Greek

  • λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”