θαλάμευμα, τό, = ϑάλαμος, Wohnort, Behausung, κουρήτων Eur. Bacch. 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλάμευμα — θαλάμευμα, το (Α) [θαλαμεύω] θάλαμος («ὦ θαλάμευμα Κουρήτων», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θαλάμευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)