λαλάγημα, τό, dasselbe, von der Pauke, Diosc. 11 (VI, 220).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαλάγημα — λαλάγημα, ατος, τὸ (Α) [λαλαγώ] λαλαγή. * … Dictionary of Greek
λαλάγημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)