λαλητός

λαλητός

λαλητός, adj. verb. zu λαλέω, auch der sprechen kann, ζῷον, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαλητός — endowed with speech masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητός — ή, ό (AM λαλητός, ή, όν) [λαλώ] νεοελλ. 1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λαλητόν — λαλητός endowed with speech masc acc sg λαλητός endowed with speech neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητοί — λαλητός endowed with speech masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητούς — λαλητός endowed with speech masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλητή — λαλητός endowed with speech fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμολάλητος — η, ο (Α κοσμολάλητος, ον) πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάλητος (< λαλῶ), πρβλ. γλυκο λάλητος, περι λάλητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυλάλητος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που επαναλαμβάνεται συχνά στον λόγο αρχ. αθυρόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λαλητός (< λαλῶ), πρβλ. δημο λάλητος] …   Dictionary of Greek

  • αλάλητος — η, ο (Α ἀλάλητος, ον) αυτός που δεν μπόρεσε να λεχθεί, ανείπωτος, ανήκουστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μιλάει, ο άφωνος 2. αυτός που δεν λάλησε ακόμη 3. (για πτηνά ή ανθρώπους) ο μικρός κατά την ηλικία 4. (για πρόσωπα) ο άπειρος λόγω τής νεαρής… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ԽՕՍՈՒՆ — (սնոյ, ոց.) NBH 1 0997 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c ա.գ. λαλητός, λογικός loquendi facultate praeditus. Ունակ խօսից, բանից. բանականութեան, եւ կարողութեան խօսելոյ. բանական. բանաւոր. ... *Առեալ զհողն կաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”