λαλητρίς

λαλητρίς

λαλητρίς, ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαλητρίς — λαλητρίς, ίδος, ἡ (Α) φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς, κληρω τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • λαλητρίδες — λαλητρίς talker fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”