- θαλαμήϊος
θαλαμήϊος, eigtl. ion. u. ep. = ϑαλαμεῖος, welches Wort aber nicht vorkommt, zum Thalamus gehörig, ϑαλαμήϊα δοῦρα, Bauholz, Hes. O. 809; auch ὕμνος, poet. bei Luc. Symp. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμήϊος, eigtl. ion. u. ep. = ϑαλαμεῖος, welches Wort aber nicht vorkommt, zum Thalamus gehörig, ϑαλαμήϊα δοῦρα, Bauholz, Hes. O. 809; auch ὕμνος, poet. bei Luc. Symp. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμήιος — θαλαμήϊος, ΐη, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.) 2. ο γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. ήιος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
θαλαμήιον — θαλαμήιος of masc acc sg θαλαμήιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμήια — θαλαμήιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
θαλαμηιάδης — θαλαμηϊάδης, ό (Α) (κωμικό επίθ. τού ψαριού τόνος) ο γιος τής θαλάμης, τής τρύπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμήιος* + κατάλ. άδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Ασκληπι άδης, Νηληι άδης)] … Dictionary of Greek