λαθητικός

λαθητικός

λαθητικός, der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαϑητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσϑενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανϑάνειν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαθητικός — λαθητικός, ή, όν (Α) αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον) + επίθημα ητικός κατά το σχήμα μανθάνω μαθητής / μαθητός μαθητικός] …   Dictionary of Greek

  • λαθητικά — λαθητικός likely to escape detection neut nom/voc/acc pl λαθητικά̱ , λαθητικός likely to escape detection fem nom/voc/acc dual λαθητικά̱ , λαθητικός likely to escape detection fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”