- θαλαμηϊάδης
θαλαμηϊάδης, komische, von ϑαλάμη gebildete patronymische Form, als Beiwort des Thunfisches, Matro bei Ath. IV, 135 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμηϊάδης, komische, von ϑαλάμη gebildete patronymische Form, als Beiwort des Thunfisches, Matro bei Ath. IV, 135 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμηιάδης — θαλαμηϊάδης, ό (Α) (κωμικό επίθ. τού ψαριού τόνος) ο γιος τής θαλάμης, τής τρύπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμήιος* + κατάλ. άδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Ασκληπι άδης, Νηληι άδης)] … Dictionary of Greek
θαλαμηιάδαο — θαλαμηιάδᾱο , θαλαμηιάδης son of the masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)