- θαλαμεύτρια
θαλαμεύτρια, ἡ, = νυμφεύτρια, die das Brautgemach, Brautbett Besorgende, Poll. 3, 41.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμεύτρια, ἡ, = νυμφεύτρια, die das Brautgemach, Brautbett Besorgende, Poll. 3, 41.,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλαμεύτρια — θαλαμεύτρια, ή (Α) [θαλαμεύω] αυτή που συνοδεύει τη νύφη, η παράνυμφος … Dictionary of Greek
θαλαμεύτρια — bridesmaid fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NYMPHAGOGUS — Graece Νυμφαγωγὸς, inter nuptiales Veterum personas. Uti enim, qui in Soceri aedes, ubi nuptiae fiebant, transeuntem Sponsum deducebat, Paranymphus, Graece παράνυμφος. item Νυμφευτὴς et Πἀροχος: Sic qui Sponsam, si vidua esset, ad Sponsum… … Hofmann J. Lexicon universale