- λαλαγή
λαλαγή, ἡ, Geschwätz, Geschrei, Opp. Hal. 1, 125, von einem Fische, φϑέγγεται ἰκμαλέην λαλαγήν; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαλαγή, ἡ, Geschwätz, Geschrei, Opp. Hal. 1, 125, von einem Fische, φϑέγγεται ἰκμαλέην λαλαγήν; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαλαγή — λαλαγή, ἡ (Α) [λαλαγώ] 1. φλυαρία 2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα … Dictionary of Greek
λαλαγή — prattle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλαγῇ — λαλαγέω babble pres subj mp 2nd sg λαλαγέω babble pres ind mp 2nd sg λαλαγέω babble pres subj act 3rd sg λαλαγή prattle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλάγη — λαλαγέω babble pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λαλαγέω babble imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλαγήν — λαλαγή prattle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλαξ — λάλαξ, αγος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά) φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση γ (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)] … Dictionary of Greek
λαλάγημα — λαλάγημα, ατος, τὸ (Α) [λαλαγώ] λαλαγή. * … Dictionary of Greek
σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… … Dictionary of Greek
λαλαγάς — λαλαγά̱ς , λαλαγή prattle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλαγῆς — λαλαγέω babble pres ind act 2nd sg (doric) λαλαγή prattle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lā-1 and lē- — lā 1 and lē English meaning: expr. roots (bark, howl, etc..), onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzeln Grammatical information: present lüi̯ ō and lēi̯ ō Material: O.Ind. rü yati “ barks “ (possibly also to rē… … Proto-Indo-European etymological dictionary