- θαλασσο-ειδής
θαλασσο-ειδής, ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-ειδής, ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek