- θαλασσο-κράμβη
θαλασσο-κράμβη, ἡ, u. θαλασσό-κραμβον, τό, Meerkohl, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-κράμβη, ἡ, u. θαλασσό-κραμβον, τό, Meerkohl, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοκράμβη — θαλασσοκράμβη, ή (AM) είδος κράμβης που φύεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κράμβη «λάχανο»] … Dictionary of Greek