- θαλασσο-γράφος
θαλασσο-γράφος, ὁ, Meerbeschreiber, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-γράφος, ὁ, Meerbeschreiber, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] … Dictionary of Greek
ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] … Dictionary of Greek