θαλασσο-κράτωρ

θαλασσο-κράτωρ

θαλασσο-κράτωρ, ορος, ὁ, Meerbeherrscher, die Oberherrschaft zur See habend; Her. 5, 83; Thuc. 8, 63; vgl. Xen. Hell. 1, 6, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… …   Dictionary of Greek

  • ποντοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κύριος τής θάλασσας, ο κυρίαρχος τού πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • φωτοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + κράτωρ (< κράτος, κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. θαλασσο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοκράτορας — ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ) 1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο * + *κράτωρ …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκρατορία — ἰδιοκρατορία, ἡ (Μ) αυτονομία, ανεξάρτητη διακυβέρνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατορία (< κράτωρ, βλ. αυτοκράτωρ), πρβλ. θαλασσο κρατορία, κοσμο κρατορία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”