- θαλασσο-γενής
θαλασσο-γενής, ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-γενής, ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσογενής — ές (Α θαλασσογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα νεοελλ. αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια τού θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + γενής (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, ομο… … Dictionary of Greek
νεκρογενής — ές αυτός που γεννήθηκε νεκρός, νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο γενής, μονο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πυριγενής — και πυρογενής, ές, ΝΑ (για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη χρήση φωτιάς νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία 2. φρ. «πυριγενή πετρώματα» (πετρογρ.) παλαιότερη ονομασία τών … Dictionary of Greek
πυρογενής — (I) ές, ΝΑ βλ. πυριγενής. (II) ές, Α παρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πετρο γενής] … Dictionary of Greek
φλογογενής — ές, ΜΑ αυτός που προέρχεται από τις φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πυρσο γενής] … Dictionary of Greek
οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… … Dictionary of Greek
ορειγενής — ὀρειγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.) 2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής] … Dictionary of Greek
πετρογενής — ές, Μ 1. (για νερό) αυτός που γεννιέται, που αναβλύζει από την πέτρα 2. προσωνυμία τού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής] … Dictionary of Greek
ποντογενής — ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α 1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη προσωνυμία τής Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + γενής (< γένος… … Dictionary of Greek
σαρκογενής — ές, ΝΜ αυτός που γεννιέται ή γεννήθηκε από σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής] … Dictionary of Greek
υδογενής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γεννιέται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδος, ποιητ. τ. τού ὕδωρ + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής] … Dictionary of Greek