- θαλασσο-πόρος
θαλασσο-πόρος, meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-πόρος, meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ιλιοπόρος — Ἰλιοπόρος, ὁ (Α) αυτός που ταξιδεύει στο Ίλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιον + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
θαλασσοπόρος — ο (Α θαλασσοπόρος) αυτός που πλέει διά μέσου τής θάλασσας, ο ποντοπόρος νεοελλ. αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι πόρος, πρωτο πόρος] … Dictionary of Greek
ιθυπόρος — ἰθυπόρος, ον (Α) αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος, πρωτο πόρος] … Dictionary of Greek
λαοπόρος — λαοπόρος, ον (Α) (για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… … Dictionary of Greek
παιδοπόρος — παιδοπόρος, ον (Α) αυτός από τον οποίο διέρχεται παιδί, όπως είναι λ.χ. η μήτρα («παιδοπόρος γένεσις», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] … Dictionary of Greek
πεζοπόρος — ο / πεζοπόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος») γ)… … Dictionary of Greek
ποταμηπόρος — ον, Α 1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς 2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] … Dictionary of Greek
υδροπόρος — (hydroporus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των Δυτισκιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, από τα οποία πάνω από εκατό απαντούν στην Ευρώπη, κυρίως στις εύκρατες ζώνες. Πρόκειται για σκαθάρια μικρά, με ωοειδές ή επίμηκες σώμα και πίσω… … Dictionary of Greek
λαθροπορώ — λαθροπορῶ, έω (Μ) 1. βαδίζω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός 2. μηχανεύομαι κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πορῶ < πόρος < πόρος (πρβλ. θαλασσο πορώ, πεζο πορώ)] … Dictionary of Greek
νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] … Dictionary of Greek