- θαλασσο-πόρφυρος
θαλασσο-πόρφυρος, meerpurpurn, Erkl. von ἁλιπόρφυρος, B. A. 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-πόρφυρος, meerpurpurn, Erkl. von ἁλιπόρφυρος, B. A. 379.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοπόρφυρος — μεσοπόρφυρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + … Dictionary of Greek
θαλασσοπόρφυρος — θαλασσοπόρφυρος, ον (Α) αλιπόρφυρος*. αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορφυρός] … Dictionary of Greek