- θαλασσο-πορέω
θαλασσο-πορέω, das Meer durchwandern, Callim. 40 (VII, 277).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-πορέω, das Meer durchwandern, Callim. 40 (VII, 277).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] … Dictionary of Greek