- θαλασσερός
θαλασσερός, ὁ, eine Art Balsam, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσερός, ὁ, eine Art Balsam, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσερός — eyesalve masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek